- πρίγκιπας
- prince
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πρίγκιπας — ο / πρίγκιψ, ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ νεοελλ. μσν. τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη… … Dictionary of Greek
πρίγκιπας — ο θηλ. ισσα και έσα 1. τίτλος μελών βασιλικής οικογένειας. 2. ανώτατος τίτλος ευγένειας σε ορισμένες χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάρολος, πρίγκιπας της Ουαλίας — (Charles Philip Arthur George, 1948 –). Διάδοχος του βρετανικού θρόνου. Είναι γιος της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ και του πρίγκιπα Φιλίππου Μαουντμπάντεν, δούκα του Εδιμβούργου. Το 1981 παντρεύτηκε τη λαίδη Νταϊάνα Φράνσις Σπένσερ, από την οποία… … Dictionary of Greek
Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής … Dictionary of Greek
Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… … Dictionary of Greek
Χάρντενμπεργκ, Καρλ - Άουγκουστ πρίγκιπας — (Hardenberg, 1750 – 1822). Πρώσος πολιτικός. Το 1778 στάλθηκε ως πρέσβης του Aνόβερου στην Ολλανδία. Μόλις έγινε βασιλιάς της Πρωσίας ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ (1797), ο X. διορίστηκε γενικός διοικητής της Φραγκονίας, μετά δε υπουργός των… … Dictionary of Greek
Pierre de Grèce — Le prince Pierre, enfant, aux côtés de sa mère et de sa sœur Eugénie (1912) … Wikipédia en Français
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Βιλεαρδουίνος ή Βιλαρδουίνος — (Villehardouin).Εξελληνισμένο επώνυμο Γάλλων πριγκίπων, ηγεμόνων της Πελοποννήσου (1210 78), επί φραγκοκρατίας. 1. Ζοφρουά (Γοδεφρείδος) ντε Βιλαρντουέν (Geoffroi deVillehardouin, Τρουά 1160; – Μακεδονία 1213;). Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και… … Dictionary of Greek